1948: ΤΟΥΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΛΕΑΘΘΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

1948 εως 1968, Τουρκόπουλος Κλέανθος Κωνσταντίνου ( το παλληκάρι)

Γεννήθηκε το 1906 και απεβίωσε σε βάθος γήρατος το 2002. Ενυμφέφθη την Αντιγόνη κόρη του ιερέως της κοινότητας Παπαχαρήδημου και απέκτησε μαζί της πολυμελή οικογένεια. Διορίστηκε Τουρκόπουλος το 1948, και υπηρέτησε από τη θέση αυτή έως το 1955 οπότε έδωσε την παραίτηση του εις ένδειξη διαμαρτυρίας προς την Αποικιοκρατική Αγγλική κυβέρνηση, και εις ένδειξη συμπαραστάσεως υπέρ του αγώνα της ΕΟΚΑ.

Ήταν άνθρωπος χαμηλών τόνων, γλυκομίλητος και αγαπητός από όλη την τοπική κοινωνία. Ιδιαίτερα τον αγαπούσαν τα παιδιά διότι μαζί τους εχωράτευε και τους έλεγε αστεία. Το 1960 με την ανακήρυξη της δημοκρατίας ξαναδιορίστηκε σαν Τουρκόπουλος από την Ελληνοκυπριακη πλέον κυβέρνηση, και υπηρέτησε μέχρι το 1968 οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Ήταν γνωστός για τα σπουδαία τσιαττιστά που συνταίριαζε για όλες τις περιστάσεις, και ήσαν όλα επιτυχημένα, πάρα πολλά δε από αυτά έμειναν και υπάρχουν μέχρι σήμερα.

Μια φορά κάπου στα 1950, ήταν μια κοπέλα που ζούσε πολύ φτωχικά με την μεγαλύτερη της αδελφή, ήσαν ορφανές και από μάνα και πατέρα. Μια μέρα, η μεγάλη έστειλε την μικρή να σιηνιάσει το γαϊδούρι, αλλά ήταν λίγο αγαθή η μικρότερη κόρη, έτσι αντί να παλουκώσει τον γάιδαρο σε τόπο με βοσκή, τον άφησε να γυρνά ελεύθερα χωρίς να τον δέσει. Χωρίς να έχει ένοια να τον προσέχει, ξάπλωσε κάτω από τον ίσκιο μιας τρεμιθιάς να κοιμηθεί, και το γαϊδούρι της μπήκε σε ένα ξένο χωράφι και άρχισε να τρώει τα σπαρμένα.
Ο Κλέαθθος το παλικάρι, έτσι τον φώναζαν, ήταν ο Τουρκόπουλος του χωριού, και εκείνη την ώρα έτυχε να περάσει από εκεί, είδε το γαϊδούρι μέσα στο ξένο χωράφι, οπότε κάνοντας το καθήκον του, το περιμάζεψε.
Το διοικητικό σύστημα ήθελε τους παραβάτες να πληρώνουν ένα σελίνι πρόστιμο για να πάρουν πίσω τα κατασχεμένα ζώα τους.
Βλέποντας λοιπόν ο Τουρκόπουλος την αγαθή γυναίκα ξαπλωμένη να κοιτάζει τα κλαριά της τρεμιθιάς, πήγε κοντά της και της είπε στα τσιαττιστά,
-Που κόρη θωρείς ακίνητη, που τρέσιει ο λοϊσμός σου, τσιαί έν είες τον γάρον σου που βόσιει στο αλώνι;
Ο Κλέανθος ήταν φημισμένος τσιαττιστής, και επειδή έμεινε ευχαριστημένος που ταίριαξαν καλά οι στίχοι του, αποφάσισε να συμπονέσει την αγαθή γυναίκα, έτσι κάνοντας τον αγριεμένο για να τη συνετίσει, της έκαμε αυστηρή παρατήρηση και της έδωσε τον γάιδαρο χωρίς να της κόψει πρόστιμο.
Δουλειά του Τουρκόπουλου ήταν να φυλάει τους αγρούς και τα χωράφια από ζώα, κοπάδια και κλέφτες για να μην κάνουν ζημιές στις ξένες περιουσίες. Όταν έβρισκε ζώα αδέσποτα, τα μάζευε και τα έκλεινε σε ένα ειδικό περιφραγμένο χώρο στην πλατεία του χωριού, και ύστερα για να τα παραδώσει στους ιδιοκτήτες, έπρεπε να εισπράξει από αυτούς πρόστιμο για κάθε ζώο ένα σελίνι, καθώς επίσης ένα ποσό ανάλογα με τις ζημιά που είχαν προκληθεί.
Ο Κλεάνθης Κωνσταντίνου ή άλλως Κλέαθθος το παλικάρι όπως όλοι τον φώναζαν, διορίστηκε Τουρκόπουλος και υπηρέτησε από το 1948 έως το 1968. Είχε την μεγαλύτερη υπηρεσία από όλους τους άλλους συναδέρφους του που υπηρέτησαν στην κοινότητα της Χλώρακας. Μια από τις ασχολίες του στο επάγγελμα την οποία εξασκούσε με πολλή ευχαρίστηση, ήταν να συνοδεύει στις επισκέψεις τους στην κοινότητα τους αξιωματούχους της Κυβέρνησης, ακόμα ήταν ο προπομπός τους καθώς και ο αγγελιαφόρος για τα διάφορα φιρμάνια και ανακοινώσεις που αφορούσαν τους κατοίκους.
Ο Τουρκόπουλος της Χλώρακας ήταν ξακουστός σε όλη την Επαρχία της Πάφου, και εκτός από τη φήμη του στο τσιάττισμα και στο τραγούδι όπου για κάθε περίσταση τσιάττιζε με επιτυχία τους κατάλληλους στίχους, ήταν ανίκητος σε όλους τους διαγωνισμούς.
Στους αγρούς που γύριζε ολημερίς φυλάγοντας τις περιουσίες του κόσμου, καθώς είχε φλέβα καλλιτεχνική το μυαλό του μέσα στην ελεύθερη φύση γύριζε και κατεβάζοντας ιδέες, στοίχιζε τσιαττιστά, ακόμα συνταίριαζε μικρές φανταστικές χαρούμενες ιστορίες που είχαν παραβολικό και διδακτικό χαρακτήρα και τις έλεγε στα μικρά παιδιά, που τον αγαπούσαν και τον έτρεχαν ξοπίσω.
Αν όλα όσα τσιάττιζε τα κατέγραφε, θα είχε γράψει ίσως τόμους βιβλίων, και σήμερα ύστερα από χρόνια που πέθανε, θα λογαριαζόταν σίγουρα λαϊκός ποιητης.
Η οικογένεια του ήταν πολυμελής, αποτελείτο από εφτά άτομα, είχε ακόμα υπό την φροντίδα του άλλα πέντε εγγόνια, μικρά παιδιά που είχαν χάσει τον πατέρα τους πολύ ενωρίς και έμειναν στον κόσμο έρμα καθώς η μάνα τους πολύ νέα, ξαναπαντρεύτηκε αφήνοντας τα ορφανά στην επίβλεψη του παππού τους.
Η ζωή εκείνους τους καιρούς ήταν δύσκολη, και έπρεπε με το χαμηλό του μισθό που δεν αρκούσε, να τους φροντίσει όλους, Γι αυτό κατέβαλλε συνεχώς μεγάλες προσπάθειες για να τα καταφέρει.
Με κάθε οικονομία και προσπάθεια πάλευε καθημερινά για τον επιούσιο. Μάζευε αγριόχορτα από τους αγρούς, τρυγούσε τρεμίθια και τα άλεθε στο μύλο να βγάλει λάδι, και όταν αυτό δεν αρκούσε, ξεκινούσε περπατητός από τη Χλώρακα μέχρι το Νέο Χωρίο Πόλεως Χρυσοχούς, να αγοράσει ένα τενεκέ λάδι γιατί εκεί ήταν πιο φτηνό. Δεν είχε δικό του ζώο να καβαλικέψει, έτσι διανούσε την μεγάλη απόσταση περπατητός, φορτωμένος τον τενεκέ με το λάδι, θέλοντας έτσι να γλυτώσει έστω το κόμιστρο της συγκοινωνίας και με αυτό τον τρόπο αλλά και άλλους, εξοικονομούσε χρήματα για τις πιο απαραίτητες ανάγκες της πολυπληθούς οικογένειας του.
Σαν νέος είχε και αυτός τις χαρούμενες ιστορίες του. Κάποια φορά με την παρέα του πήγε σ ένα γάμο στο διπλανό χωριό, στην Κισσόνεργα. Εκείνες τις εποχές μετρούσε πολύ η παλικαριά και η ανδρειωσύνη, γι αυτό οι νέοι αναμεταξύ τους πάλιωναν για να αποδείξουν τη δύναμη τους και να καταδείξουν την αξία τους. Εκείνη τη φορά μια μεγαλύτερη παρέα Κισσονεργήτες, τους προκάλεσαν σε καυγά και πάλιωμα. Ήσαν πιο μεγαλόσωμοι τους, φαινόταν καθαρά ότι ο αρχηγός τους ήταν πολύ δυνατός. Όλοι έμειναν φοβισμένοι χωρίς αντίδραση, μονό ο Κλέαθθος βλέποντας τους όλους να μένουν δειλοί. Μη αντέχοντας την προσβολή, βγήκε μπροστάρης να τους αντιμετωπίσει.. Έδειξε παλικαριά, όλοι τον θαύμασαν, και από τότες του κόλλησαν το τιμητικό παρατσούκλι και όλοι τον ονόμαζαν το παλικάρι.
Είχε πραγματικώς περίσσια παλικαριά, μια φορά μέσα στο ’55 όταν τον συνέλαβαν οι Άγγλοι και τον βασάνισαν σκληρά για να προδώσει αγωνιστές της ΕΟΚΑ, αυτός δεν λύγισε, υπέμενε τα βάσανα, και δεν μίλησε. Ήταν η τελειωτική απόδειξη της παλικαριάς του, που ενώ γνώριζε πράγματα για τον αγώνα δεν λύγισε από τα σκληρά βασανιστήρια τα οποία κανείς σχεδόν δεν μπορούσε να αντέξει.
Ως στα γεράματα του των 90 χρόνων και πλέον που έζησε, τον ονόμαζαν όλοι με σεβασμό, «το παλικάρι».
Ήταν μια μορφή που δεν θα ξεχαστεί οσο υπάρχουν αυτοί που τον γνώρισαν, γιατί ήταν ξεχωριστός και διαφορετικός άνθρωπος. Κυρίως τον ενθυμούνται όλοι γιατί σαν μικρά παιδιά τους έλεγε ιστορίες και παραμύθια, τους έδινε ελπίδες σε εποχές δύσκολες, τους απάγγελλε τα ωραία τσιαττιστά που πολλοί ακόμη ενθυμούνται, ήταν με ένα τιαττιστό στα χείλη που άφησε την πνοή του στα 96 του χρόνια. Κάποιος φίλοε του χωριανός τον επισκέφτηκε λίγες μέρες πριν πεθάνει, και θέλοντας να διαπιστώσει την διαύγεια πνεύματος του τον αστείεψε με ένα τσιαττιστό λίγο υποτιμικό, αλλά αυτός αμέσως του απάντησε:
«Φίλε μου, μέν προσπαθείς να με ειρωνευτείς,
γιατί έχω τον νουν του Σολομών, και του Δαυίδ τη γνώση,

θα σου λαλώ τσιατίσματα, ώσπου να ξημερώσει».